- δολιχῷ
- δολιχόςlongmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολίχῳ — δόλιχος the long course masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχῶι — δολιχῷ , δολιχός long masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek